Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὧν ὁρᾶϑ

См. также в других словарях:

  • ὁρᾶθ' — ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres imperat act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 2nd pl (epic) ὁρᾶτε , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 2nd pl (epic) ὁρᾶται , ὁράω Inscr. destombeaux des… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»